- κλύω
- κλύω (Α)1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ', ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ.β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ' ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ.γ. «ἠέ τιν' ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.)2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α. «αἱμοσταγεῖς νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως θανόντας», Αισχύλ.β. «κεῑνος, ὅν κλύεις ἴσως τῶν Ἡρακλείων ὄντα δεσπότην ὅπλων», Σοφ.)3. έχω μάθει, γνωρίζω («εἴ τι μὴ κλύεις τῶν ἀγγέλων», Σοφ.)4. δίνω προσοχή, ακούομαι («οἱ δ' ἄρα τοῡ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πύθοντο», Ομ. Ιλ.)5. παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι («κλῡθι ἰδὼν ἀΐων τε», Ησίοδ.)6. εισακούω την προσευχή κάποιου («κλῡθί μευ, ἀργυρότοξε», Ομ. Ιλ.)7. υπακούω, πείθομαι σε κάποιον ή σε κάτι («κλύειν τὸν ἐσθλόν ἄνδρα χρὴ τῶν ἐν τέλει», Σοφ.)8. διαδίδεται για μένα, έχω τη φήμη («κλύειν ἄναλκις μᾱλλον ἢ μιαιφόνος», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kleu- «ακούω». Ο ενεστ. κλύω σχηματίστηκε υποχωρητικά από θεματικό αόρ. ἔ-κλυ-ον (αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. αορ. śruvam), που με τη σειρά του προήλθε από κάποιον αθέματο αόρ. από τον οποίο σώζονται η μτχ. κλύμενος και η προστ. κλῦθι (αντίστοιχη τής αρχ. ινδ. śrudhi), που προήλθε από μετρική έκταση ενός. τ. *κλύθι. Αντίστοιχοι τ. υπάρχουν και για το ρηματ. επίθ. κλυτός, όπως το αρχ. ινδ. śrutά- «αυτός που έχει ακουστεί» και το λατ. in-clu-tus «ξακουστός». Όλοι οι ανωτέρω τ. εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα *Klu- (κλυ-) τής ΙΕ ρίζας. Η απαθής βαθμίδα *kleu- απαντά στο ρηματ. επίθ. κλειτός (< κλεF-ετός) καθώς και στο κλέος*. Το ρ. κλύω αντικατέστησαν νωρίς άλλα ρ., όπως είναι τα ακούω, πυνθάνομαι.ΠΑΡ. κλυτός.ΣΥΝΘ. αρχ. εισκλύω, επικλύω, κατακλύω, παρακλύω, προκλύω, υποκλύω].
Dictionary of Greek. 2013.